- υπερχρονισμός
- ο юр. аннулирование (договора) в связи с истечением срока действия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερχρονισμός — ο, Ν [υπερχρονίζω] (νομ.) ακύρωση σύμβασης λόγω παρέλευσης τής προθεσμίας … Dictionary of Greek